κιτρίνης

κιτρίνης
κίτρινος
of the citron-tree
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λήμνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου στεγάζεται στο διώροφο κτίριο του Διοικητηρίου της Τουρκοκρατίας, στη Μύρινα. Η πλούσια συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Λήμνο, που καλύπτουν χρονολογικά την ιστορία του νησιού από τη… …   Dictionary of Greek

  • αλφισμός — Η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός που σε κανονικές συνθήκες παρουσιάζει χρωστική, εμφανίζεται χωρίς καθόλου χρωστική. Αυτή η κατάσταση είναι κληρονομική και οφείλεται στη δημιουργία άχρωμων χρωματοφόρων κυττάρων. Τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • θάψος — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη επάνω στην ομώνυμη χερσόνησο, Β των Συρακουσών. Αρχικά ήταν αποικία των Φοινίκων και έπειτα αποικίστηκε από Μεγαρείς (729 π.Χ.). Από τότε λειτούργησε ως ναυτικός σταθμός. Στη… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόρροια — (xanthorrhoea), Γένος μονοκοτυλήδονων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Περιλαμβάνει περίπου 15 είδη ιθαγενή της Αυστραλίας, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται και στην Ευρώπη ως διακοσμητικά. Πρόκειται για μικρά ή μεγάλα δέντρα… …   Dictionary of Greek

  • ριβανόλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία κίτρινης κρυσταλλικής σκόνης με ισχυρή αντισηπτική δράση κατά τών στρεπτοκόκκων και τών σταφυλλοκόκκων …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”